- αελλαίος
- ἀελλαῑος, -αία –αῑον (Α) [ἄελλα]γρήγορος σαν θύελλα, θυελλώδης, ορμητικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀελλαία — ἀελλαί̱ᾱ , ἀελλαῖος storm swift fem nom/voc/acc dual ἀελλαί̱ᾱ , ἀελλαῖος storm swift fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες … Dictionary of Greek
αελλήεις — ἀελλήεις, εσσα, εν (Α) [ἄελλα] ο αελλαίος … Dictionary of Greek